- σαγήνη
- σαγήνηlarge drag-netfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σαγήνῃ — σαγήνη large drag net fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαγήνη — η, ΝΜΑ, κυπρ. τ. ἁγάνα Α νεοελλ. θέλγητρο, γοητεία («η σαγήνη τών λόγων του») αρχ. 1. μεγάλο αλιευτικό δίχτυ που ρίχνεται στη θάλασσα και μετά από ένα χρονικό διάστημα μαζεύεται, πιθ. ο γρίπος («καὶ συνήγαγεν αὐτὸν ἐν ταῑς σαγήναις αὐτοῡ», ΠΔ.) 2 … Dictionary of Greek
σαγήνη — η γοητεία, θέλγητρα: Δεν μπόρεσε να αντισταθεί στη σαγήνη των ματιών της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Παλαιά Σαγήνη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 25 μ.), στην πρώην επαρχία Ορεστιάδας, του νομού Έβρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ορεστιάδας … Dictionary of Greek
σαγηνέων — σαγήνη large drag net fem gen pl (epic ionic) σαγηνεύς masc gen pl σαγηνέω̆ν , σαγηνεύς masc gen pl σαγηνευτήρ one who fishes with the masc gen pl σαγηνέω̆ν , σαγηνευτήρ one who fishes with the masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαγηνῶν — σαγήνη large drag net fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαγήναις — σαγήνη large drag net fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαγήνην — σαγήνη large drag net fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαγήνης — σαγήνη large drag net fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαγήνῃσιν — σαγήνη large drag net fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)